Το «Μοιρολόγι της Παναγιάς» πολύτιμη κληρονομιά του ορθόδοξου Ελληνισμού μεταδίδεται αιώνες τώρα από γενιά σε γενιά. Με την ίδια ευλάβεια κάθε χρόνο την νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης ,γύρω στα μεσάνυχτα, ο χορός των γυναικών φτιάχνει έναν κύκλο με κέντρο τον εσταυρωμένο Χριστό και συνήθως η μεγαλύτερη στην ηλικία, αφού κάνει τον σταυρό της , αρχίζει πρώτη το μοιρολόγι «Σήμερα μαύρος ουρανός , σήμερα μαύρη μέρα». Οι υπόλοιπες γυναίκες επαναλαμβάνουν τους στοίχους λυπητερά ακολουθώντας τον ρυθμό και μοιρολογώντας ένα παλικάρι τριαντατριών ετών. Το «Μοιρολόγι της Παναγιάς» είναι ένα μακρύ αφηγηματικό τραγούδι που διηγείται τα Πάθη του Χριστού έτσι όπως τα έζησαν η Παναγία και οι Μυροφόρες και το πρωτοβρίσκουμε σε χειρόγραφα από τον 14ο αιώνα . Είναι σε μορφή δεκαπεντασύλλαβου και το συναντάμε σε όλες τις περιοχές του ελληνισμού, από την Κύπρο και τον Πόντο ως την Κάτω Ιταλία, σ' ένα πλήθος παραλλαγών. Διακόσιες πενήντα έξι παραλλαγές παρουσιάσει ο Ελβετός ελληνιστής, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Γενεύης Bertrand Bouvier στο βιβλίο του Le Mirologue de la Vierge (Γενεύη 1976). Σε όλες του τις μορφές έχει τα ίδια βασικά σημεία: η Παναγιά κάνει καθημερινές ασχολίες και καταλαβαίνει πως κάτι κακό έγινε από τον τρόπο που αλλάζει η φύση γύρω της (αστραπές ,βροντές, θολός ουρανός , άστρα βουρκωμένα και φεγγάρι στο αίμα βουτηγμένο). Σημάδια που ο απλός κόσμος τα προσέχει και τα ερμηνεύει όταν τα συναντήσει και η Παναγιά είναι μια γυναίκα από τον απλό κόσμο. Ένας αγγελιοφόρος της φέρνει το κακό μαντάτο, να τρέξει να προλάβει, να σώσει τον γιό της που τον συνέλαβαν .Εδώ έχουμε την πρώτη λιποθυμία της Παναγίας και την υπερβολή, σύνολο εφτά-συμβολικός αριθμός-κανάτια της ρίξανε και τότε αυτή αφού συνέρχεται φωνάζει αυτές που εμπιστεύεται, την Μαγδαληνή και την θεία της την Ελισάβετ, σε κάποιες παραλλαγές και τις αδερφές του Λαζάρου για να τρέξουν και να προλάβουν το κακό. «Και πήραν το δρόμο, το δρομί ,δρομί το μονοπάτι» λέξεις που τις βρίσκουμε στα λαϊκά παραμύθια. Αφού λοιπόν περπάτησαν βρήκαν κάποιον χαλκιά, που μη γνωρίζοντας ποιες είναι τους λέει πως «κάποιον θε να σταυρώσουνε και γω τους φτιάχνω πέντε καρφιά». Εδώ έχουμε την δεύτερη λιποθυμία της Παναγίας και πάλι τον ίδιο στοίχο , «σταμνιά νερό της ρίξανε…» .Η επανάληψη βοηθούσε και την εύκολη αποστήθιση του μοιρολογιού. Η Παναγία αφού συνέρχεται δεν αντέχει και αναθεματίζει αυτόν που φτιάχνει τα καρφιά. Δεν υπάρχει βαρύτερη κατάρα από την κατάρα της μάνας για τον λαό και εσκεμμένα βάζει την αγιότερη όλων να αναθεματίζει γιατί είναι άνθρωπος και κυρίως μάνα. Φεύγοντας από εκεί πάνε μπροστά στην πόρτα του Πιλάτου που ανοίγει από τον φόβο της μόνη της και τότε βρίσκουν τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να έγινε γιατί ακόμα και αν ο Ιωάννης δεν είχε σφαγιαστεί από τον Ηρώδη θα ήταν φυλακισμένος . Στις δύσκολες στιγμές η λαϊκή μούσα βάζει αγαπημένα πρόσωπα να βρίσκονται δίπλα στους πρωταγωνιστές. Στην ερώτηση της Παναγίας μήπως είδες τον γιό μου και τον δικό σου δάσκαλο, ο Ιωάννης βρίσκεται σε δύσκολη θέση , δεν θέλει να είναι μαντατοφόρος κακών. «Δεν έχω στόμα να σου πω ,γλώσσα να σου μιλήσω, έχω χεροπάλαμο για να σου τον εδείξω». Της λέει όμως την αλήθεια και δω έχουμε την τρίτη λιποθυμία της και όταν συνέρχεται θέλει να δώσει τέλος στην ζωή της και να κόψει τα μαλλιά της .Το κόψιμο των μαλλιών ήταν από την αρχαιότητα σημάδι πένθους , θυμόμαστε τον Αχιλλέα που κόβει τα μακριά μαλλιά του και τα αφήνει πάνω στο νεκρό του φίλο, Πάτροκλο. Ο Χριστός όμως την σταματά και της λέει τι πρέπει να κάνει: να είναι το παράδειγμα γι΄αυτούς που χάνουν αγαπημένα πρόσωπα και να στρώσει το δείπνο της παρηγοριάς για τους θλιμμένους που είναι σημαντικότατο για τον νεκρό. Προαναγγέλλει την ανάσταση του που θα έρθει το Μέγα Σάββατο και « τότε συ μανούλα μου θα χεις χαρές μεγάλες». Κάθε χρόνο το μοιρολόγι αυτό , με κάποιες μικρές διαφορές, τραγουδιέται στον ναό του Αγίου Νικολάου στον Κρόκο. Γύρω στα μεσάνυχτα η εκκλησία αντιλαλεί με γυναικείες φωνές που μοιρολογούν μαζί με την Παναγία. Σε μια κατάμεστη εκκλησία όλοι κάνουν ησυχία για να τις ακούσουν και να νιώσουν τον πόνο της μεγάλης μάνας που θα θάψει σε λίγο το παιδί της. Κάποιοι συγκινούνται και θυμούνται δικά τους αγαπημένα πρόσωπα που έχουν φύγει. Παλαιότερα ήταν συνηθισμένο να μοιρολογούν τον νεκρό Χριστό μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες και μετά να κοιμούνται στο ναό .Έφερναν μαζί τους στρωσίδια και για τα παιδιά που συνήθως έστρωναν στον γυναικωνίτη ήταν μια αξέχαστη εμπειρία . Στις μέρες μας οι γυναίκες μοιράζουν σ΄ αυτές που ξενυχτούν σοκολατένια κουφέτα, στραγάλια,κεράσματα, καραμέλες και ζεστό τσαί με κρόκο. Το μοιρολόγι λέγεται δύο φορές και στο ενδιάμεσο διάστημα οι νέες κοπέλες του χωριού στολίζουν τον επιτάφιο. Κάποιες ,συνήθως μεγάλες σε ηλικία, μένουν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες στην εκκλησία γιατί δεν θεωρούν σωστό να αφήσουν μόνο του τον νεκρό Χριστό. Φεύγοντας από την εκκλησία ξημερώματα ο ήχος του μοιρολογιού αντιλαλεί ακόμα μέσα μας και τα λόγια του Χριστού επαναλαμβάνονται : «Κατά το Μέγα Σάββατο, κατά το μεσονύχτι, όταν σημαίνουν οι εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες, τότε και συ μανούλα μου θα ΄χεις χαρές μεγάλες.»
Καλή Ανάσταση σε όλους μας. Ιωάννα Κύρου Νηπιαγωγός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου